- σπαργάνῳ
- σπάργανονband for swathing infantsneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπαργανώ — άω, Α [σπάργανον] σπαργανώνω … Dictionary of Greek
σπαργανώνω — σπαργανῶ, όω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῡμαι, όομαι, Α [σπάργανον] (σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ) … Dictionary of Greek
σπαργάνωμα — το, ΝΑ [σπαργανῶ, ώνω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαργανώνω, φάσκιωμα αρχ. το σπάργανο … Dictionary of Greek
σπαργάνωση — η / σπαργάνωσις, ώσεως, ΝΑ [σπαργανῶ, ώνω] σπαργάνωμα νεοελλ. (παρασιτ.) προνυμφική παρασιτική διαταραχή που οφείλεται στην προνύμφη τού δεύτερου σταδίου, ή πληροκερκοειδές ή σπάργανο, ορισμένων κεστωδών σκωλήκων, όπως λ.χ. τών ψευδοφυλλιδίων και … Dictionary of Greek
συσπαργανώ — όω, Μ [σπαργανῶ] σπαργανώνω μαζί … Dictionary of Greek
ԽԱՆՁԱՐՈՒՐ — (րրոյ, ոց.) NBH 1 0921 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. σπάργανον fascia. բայիւ σπαργάνω fascio . Երկայն եւ նեղ կտաւ, որով փաթութեն կամ երիզապնդեն զմանուկ նորածին. նմանութեամբ Բուն մանկութիւն. տղայութեան ժամանակն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽԱՆՁԱՐՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0921 Chronological Sequence: Unknown date, 13c ն. σπαργάνω fasciis constringo. Խանձարրովք կամ ʼի խանձարուրս պատել. *Խանձարրեաց զնա, եւ եդ կամ ընկողմնեցոյց ʼի մսուր: Խանձարրեաց զարկողն զլոյս որպէս զօթոց: Խանձարրեաց զխմբագործօղն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)